- υφαλοδείκτης
- ο буй (указывающий на наличие рифов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υφαλοδείκτης — και υφαλοδείχτης, ο, Ν φωτεινός σημαντήρας που επισημαίνει τη θέση ενός υφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + δείκτης] … Dictionary of Greek